Πάστο

Πάστο
(Pasto). Πόλη της ΝΔ Κολομβίας, στην Παναμερικανική οδό, κοντά στους πρόποδες του ομώνυμου ηφαιστείου. Είναι διοικητικό κέντρο του νομού Ναρίνιο. Έχει βιομηχανικές επιχειρήσεις ειδών διατροφής, επεξεργασίας καπνού, επίπλων, καθώς και διάφορες βιοτεχνίες. Η πόλη αυτή ιδρύθηκε τον 16o αι. και είναι μια από τις αρχαιότερες της χώρας. Γενική άποψη της κολομβιανής πόλης Πάστο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία …   Dictionary of Greek

  • παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • λάρδος — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 1.212 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νησιού, Δ της Λίνδου, 58 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίνδου του νομού Δωδεκανήσου. * * * λάρδος, ὁ (AM) 1. παστό ή… …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

  • паста — кашеобразная масса , диал. паста крутая пшенная каша, которую режут на куски и подают вместо хлеба к рыбе , терск. Скорее из ит. раstа пирог, тесто (Корш у Преобр. II, 22), чем из нов. греч. παστό, мн. ά piscis muriа conditus от παστός соленый ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ζαμπόν — το παστό χοιρομέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jambon «χοιρομέρι»] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοτάριχον — ἰχθυοτάριχον, τὸ (Μ) χαβιάρι, αβγοτάραχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + τάριχος «παστό ψάρι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”